Η προσέγγιση της έννοιας του Θεού αποτελεί ένα θέμα που έχει ευρεία συσχέτιση με διάφορες πλευρές της ζωής μας, από τις πιο ενδόμυχες και εσωτερικές, μέχρι τις πιο έντονα κοινωνικές.
Το όλο ζήτημα σχετίζεται άμεσα και με την πολύ συνηθισμένη ερώτηση, “πιστεύεις στο Θεό;”, την οποία θα την ακούσουμε πολύ συχνά σε χώρες ευρείας θρησκευτικότητας όπως είναι η Ελλάδα. Ίσως πρόκειται για την πιο συχνή ερώτηση θρησκευτικού περιεχομένου την οποία θέτουμε τόσο εύκολα αλλά και απαντάμε με την ίδια επίσης ευκολία. Είναι όμως αυτό το ερώτημα τόσο απλό να απαντηθεί και μάλιστα μονολεκτικά; Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του εννοιολογικού αδιεξόδου που ενυπάρχει σε αυτή την ερώτηση μας δίνει ο Albert Einstein, ο οποίος όταν ρωτήθηκε αν πιστεύει στον Θεό, απάντησε: “ευχαρίστως να σας απαντήσω αν πρώτα εσείς μου προσδιορίσετε τι ακριβώς εννοείτε με τη λέξη Θεός”… Το παρακάτω άρθρο πραγματεύεται ως ενότητα τον ανωτέρω τίτλο αλλά και την ερώτηση που αναφέρθηκε πιο πριν.
Μέσα από μία φιλοσοφική ανάπτυξη του τίτλου και του ανωτέρω ερωτήματος (κάτι που αποτελεί μία εξαιρετική νοητική άσκηση σε προσωπικό επίπεδο για τον καθένα μας), αλλά και με μία σειρά από επιστημονικά δεδομένα περί σχέσης και αλληλεπίδρασης μεταξύ ανθρώπου και κόσμου, θεωρώ πως τελικά το να δοθεί μία γρήγορη μονολεκτική απάντηση (θετική ή αρνητική), είναι κάτι που δεν έχει νόημα ούτε για εμάς που θα το απαντήσουμε αλλά ούτε και για τον ερωτών και παρακάτω θα δούμε γιατί συμβαίνει αυτό. Παράλληλα, θα αναπτυχθούν οι προεκτάσεις και οι συνέπειες αυτού του συμπεράσματος που για τον καθένα μας είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και εμφανώς στηρίζουν το συμπέρασμα πως ο Θεός και η “σχέση” μας μαζί του (ονομάζεται “μυστικισμός”) είναι υπόθεση αμιγώς προσωπική. Ας δούμε όμως πως οδηγούμαστε σε αυτό το συμπέρασμα και φυσικά, ας κρίνει με προσοχή και ειλικρίνεια ο καθένας για τον εαυτό του κατά πόσο τον εκφράζουν τα παρακάτω δεδομένα…
Προσωπικά θεωρώ πως η σχέση μας με τον Θεό είναι ίσως η πιο προσωπική και απερίγραπτη εμπειρία που βιώνουμε αλλά επιπλέον, ως προς το επικοινωνιακό της κομμάτι, είναι ταυτόχρονα και η πιο δύσκολα μεταβιβάσιμη ως συμπύκνωμα πληροφορίας. Με μία προσεκτική και ενδελεχή μελέτη του ίδιου του ερωτήματος, κατανοούμε πως τελικά υπάρχουν τόσοι “θεοί”, όσοι και οι άνθρωποι επί της Γης, καθώς η έννοια και υπόσταση του Θεού παραλλάσσεται αναλόγως της προσωπικής κοσμοθέασης αυτών που τον αναζητούν και κατά συνέπεια προσπαθούν να τον προσεγγίσουν με διάφορους τρόπους. Κατά συνέπεια, διαπιστώνουμε πως η προσωπική προσέγγιση της έννοιας του Θεού είναι κάτι το αναπόφευκτο. Πραγματικά, το να δηλώσει κάποιος “ένθεος” ή καλύτερα “θεϊστής” (που αποτελεί την πιο γενικευμένη αποδοχή της έννοιας του Θεού και αποτελεί διαφορετική έννοια από τον “ντεϊστή”), δε σημαίνει πως υποχρεωτικά και απαραίτητα ενστερνίζεται και λατρεύει τον τάδε ή δείνα θεό κάποιας γνωστής θρησκείας και ο λόγος που αυτό ισχύει οφείλεται στην αναπόφευκτη προσωπική οπτική θεώρησης του κόσμου για τον καθένα μας ξεχωριστά.
Είναι πολλές οι περιπτώσεις ακολούθων διαφόρων θρησκευτικών ρευμάτων που κυριολεκτικά αδυνατούν να κατανοήσουν το πώς και γιατί ένας συνάνθρωπός τους ίσως να έχει διαφορετική οπτική περί Θεού από τη δική τους (τα αίτια έχουν εντοπιστεί αλλά δεν αφορούν στο συγκεκριμένο άρθρο). Ταυτόχρονα, η μη αποδοχή μίας διαφορετικής μεταφυσικής οπτικής, συνήθως συνοδεύεται από λέξεις-ποινές όπως το να ονομάζουν τον ομιλούντα άπιστο, άθρησκο, άθεο κλπ, χωρίς οι “τιτλοδότες” να γνωρίζουν καν το τι σημαίνουν αυτές οι έννοιες. Η άγνοια περί βασικής ορολογίας στις προσεγγίσεις του Θεού είναι εκτεταμένη (υπάρχει ξεχωριστό άρθρο πάνω σε αυτή την ορολογία), όμως την κύρια ευθύνη σε αυτό το φαινόμενο δεν την έχουν οι πιστοί αλλά οι εκπρόσωποι της κάθε θρησκείας γιατί δεν “εκπαιδεύουν” τον πιστό στην ουσία των εννοιών αλλά επενδύουν στο μυστικιστικό-αισθαντικό κομμάτι, το οποίο όμως παραμένει ανερμήνευτο και μη μεταβιβάσιμο.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ερώτημα που στο άκουσμά του ίσως απαντούμε αυθόρμητα με ένα γρήγορο “ναι”, με ένα “όχι” ή ακόμα και με ένα “δεν είμαι σίγουρος” και προσωπικά θεωρώ πως όταν κάποιος θέτει μία τέτοια ερώτηση, ουσιαστικά ορμώμενος από ιδιοτελή αίτια, ψάχνει τους μεταφυσικά όμοιούς του και ταυτόχρονα ίσως ακόμα και να αξιολογεί την ποιότητα τους απέναντί του με βάση το αν η απάντηση που θα λάβει ταιριάζει στις δικές του πεποιθήσεις. Ψάχνει με λίγα λόγια να διαμορφώσει έστω στιγμιαία ένα μικροκοινωνικό περιβάλλον στο οποίο θα αισθάνεται άνετα και ασφαλής. Είναι όμως ευτυχές γεγονός το ότι και στην Ελλάδα αρχίζουμε να ωριμάζουμε σε αυτή την κοινωνική πτυχή και πλέον κάποιος που δεν αποδέχεται την εν Ελλάδι (στατιστικά) επικρατούσα θρησκεία, δεν αποτελεί ξένο σώμα στην κοινωνία του αλλά απλώς διαφορετικό και συνταγματικά ισότιμο μέρος της και η ωρίμανση αυτή ξεκίνησε από τα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ αρχίζει να απαντάται και σε μικρότερες πόλεις και χωριά.
Έχουμε λοιπόν μπροστά μας μία ερώτηση που όχι μόνον θίγει προσωπικά δεδομένα άνευ λόγου αλλά ταυτόχρονα δεν προσφέρει ίσως τίποτα το χρήσιμο στον ερωτών, καθώς το αν ο Α ή ο Β άνθρωπος πιστεύει ή όχι στον Θεό, πραγματικά ούτε μας βοηθά να βελτιωθούμε σε κάτι, ούτε βάλλει τον βιοπορισμό ή τις μεταφυσικές μας πεποιθήσεις και σε μία τέτοια ερώτηση, ίσως η πιο αφοπλιστική (πλην όμως καλοπροαίρετη) απάντηση θα ήταν μία άλλη ερώτηση: “γιατί ρωτάς;”…
Οι λόγοι που μας οδηγούν σε ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι αρκετοί και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που αυτοί οι λόγοι συνδέονται μεταξύ τους. Ας δούμε το πώς μερικοί από αυτούς βρίσκουν εφαρμογή στον κόσμο μας.
Μία βασική αιτία που καθιστά αδύνατο το να υπάρξει έστω μεταξύ δύο ανθρώπων κοινή αποτύπωση της εικόνας και ουσίας του Θεού, είναι οι βιολογικές μας διαφορές και ως ξεχωριστές μεταξύ μας ψυχοσωματικές οντότητες, εμφανίζουμε παραλλαγές στην ερμηνεία των πληροφοριών περί Θεού και μυστικισμού. Το άμεσο συμπέρασμα που μπορούμε να εξάγουμε από αυτό, είναι ότι ο κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται και μεταφράζει την ουσία του Θεού με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, ακόμη κι όταν (κατά συνθήκη) ένας άνθρωπος υποστηρίζει πως ανήκει στην ίδια ακριβώς θρησκεία με κάποιους άλλους, άρα υποτίθεται πως λατρεύει τον ίδιο Θεό και βιώνει εφάμιλλες μυστικιστικές εμπειρίες.
Ένας άλλος καθοριστικός παράγοντας, είναι αυτό που εισήγαγαν εδώ και αιώνες οι μελετητές διαφόρων θρησκειών που ενσωματώνουν θεϊστικά μοντέλα (όπως οι αβρααμικές θρησκείες), οι οποίοι έχουν προσθέσει στην προσέγγιση του Θεού και την πολύ χρήσιμη και ερμηνευτικά ειλικρινή έννοια του “αποφατισμού”, σύμφωνα με την οποία, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς κι επαρκώς το τι είναι ο Θεός, για τον Θεό σιωπούμε, δεν μπορούμε τελικά να δώσουμε σαφή και οριστική απάντηση, παρά μόνον να ερμηνεύσουμε και να επικοινωνήσουμε τις βιωματικές μας εμπειρίες που σχετίζονται με Αυτόν. Φυσικά, ο αποφατισμός έχει εφαρμογή σε όλους τους “υπερβατικούς” θεούς, ασχέτως θρησκείας και κατόπιν αυτών των δεδομένων, ακόμα και η ίδια η mainstream έννοια “θέωση” αποκτά νεφελώδη ερμηνεία (κι εν τέλει, αμιγώς προσωπική…).
Σε όλα αυτά, βασικός παράγοντας που θα μας οδηγήσει σε μία σωστή κατανόηση του ζητήματος, είναι η απόφασή μας να προσεγγίσουμε το θέμα με καθαρά προσωπικά κριτήρια, με καθαρά ατομικές θέσεις κι εν τέλει με την προσωπική ευθύνη με την οποία θα μας επιφορτίσει μία τέτοια απόφαση. Σε αυτό το θέμα είναι δεδομένο πως τα κύρια θρησκευτικά ρεύματα παρουσιάζουν μία χαρακτηριστική “δυσανεξία” στο να προτρέπουν τον πιστό να ψάχνει μόνος του και να ερευνά αυτά τα ζητήματα, παράλληλα, απεμπλέκονται υποχρεωτικά από στοιχεία συγκρητισμού και ως εκ τούτου, είναι σύνηθες φαινόμενο το να παρατηρείται σχεδόν σε καθημερινή βάση ένας αγώνας διάκρισης και υπεροχής, γιατί αναπόφευκτα μερικοί εκπρόσωποι των θρησκειών (ασχέτως αξιώματος) θέλουν να αποδείξουν και να πείσουν (άρα τελικά να επιβάλλουν) τη θρησκεία τους ως την καλύτερη και ανώτερη όλων των άλλων, δίνοντας προς εφαρμογή ένα σύστημα που υποχρεωτικά θα ταιριάζει σε όλους, χωρίς όμως αυτό να είναι εφικτό στην πράξη.
Σε όλα αυτά τα φαινόμενα, η προσωπική θέση κι επιλογή του ατόμου-πιστού είναι σχεδόν πλήρως απούσα και αυτό το φαινόμενο καταστολής των προσωπικών θέσεων και επιλογών σε τόσο βασικά ζητήματα θα λέγαμε πως είναι διαχρονικό. Επομένως αυτό το καθεστώς αδυνατεί να καλύψει πλήρως όλους τους ανθρώπους στο μεταφυσικό ζήτημα του Θεού γιατί απλά είναι αδύνατο να είναι πλήρως συμβατό με όλους ανεξαιρέτως τους πιστούς. Κάποιοι καλύπτονται απόλυτα από τις θέσεις της θρησκείας τους, κάποιοι άλλοι όμως όχι και για τους τελευταίους δεν δίνονται οι προϋποθέσεις προς την υιοθέτηση μίας προσωπικής οπτικής που πλέον θα τους καλύπτει απόλυτα
Πέραν των ανωτέρω, η επιστήμη έχει προχωρήσει σε πολύ ενδιαφέροντα πεδία και πλέον είναι σαφές πως η πραγματική γνώση του Θεού είναι ένα πολύ δύσκολο και πολύ ιδιαίτερο ζήτημα. Κι επειδή ο ορισμός της γνώσης είναι “πληροφορία + εμπειρία”, ακόμη κι όταν η πληροφορία είναι σταθερή και δεδομένη για όλους, υπάρχει η εμπειρία, το βίωμα, το οποίο έχει τόσες παραλλαγές, όσοι και οι εμπλεκόμενοι σε αυτό. Επίσης, αν αναλογιστούμε τα επιστημονικά δεδομένα που έχουν παρουσιαστεί και αναλυθεί σε διάφορα φιλμ και βιβλία που έχουν σχέση με την κβαντική φυσική και τις νοητικές επιστήμες (πχ “What the bleep do we know!?”, “The biology of belief”, “How god changes your brain”, “Born to believe”, “The quantum apocalypse”, “The science of spirituality”, “The mystical mind” κ.α.), κατανοούμε πως τελικά διαφέρουμε σημαντικά ακόμα και ως προς την πρόσληψη κι επεξεργασία της κατ’ επίφασιν ίδιας πληροφορίας, ασχέτως του αν τη βιώσουμε ή όχι και αυτό έχει άμεση σχέση με τα προσωπικά βιολογικά μας χαρακτηριστικά, τα οποία είναι μοναδικά και ξεχωριστά για κάθε άνθρωπο. Η μεταβλητότητα επομένως ξεκινά ήδη από την πληροφορία εν τη γενέσει της. Επίσης, διάφορες σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα είναι ικανά να καθορίσουν και να τροποποιήσουν το πως αντιλαμβανόμαστε την υπόσταση του Θεού.
Πραγματικά, κανένας ανθρώπινος εγκέφαλος και κανένα ζωτικό όργανο που μπορεί να εμπλέκεται στη διαδικασία της σκέψης ενός ανθρώπου δεν έχει την ίδια κατασκευή με το αντίστοιχο όργανο που θα βρούμε σε έναν άλλο άνθρωπο. Κατά συνέπεια, οι πιθανότητες κι αιτίες διαφορετικότητας στην προσέγγιση της ουσίας του Θεού είναι πραγματικά απεριόριστες, καθώς ακόμη και σε βασικές πληροφορίες της καθημερινότητάς μας όπως αυτές επεξεργάζονται από τις 5 βασικές αισθήσεις, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, ακόμα και για πράγματα τόσο απλά όπως η πληροφορία της παρατήρησης ενός δέντρου, οι οσμές κλπ., πόσο μάλλον για ζητήματα σχεδόν αμιγώς πνευματικά.
Με μία φράση, δεν θα ήταν υπερβολικό να συμπεράνουμε πως ο κάθε άνθρωπος επί της Γης βιώνει τη δική του ξεχωριστή πραγματικότητα. Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως σύμφωνα με τα δεδομένα της κβαντικής φυσικής, ένα αντικείμενο που τίθεται προς παρακολούθηση και αλληλεπιδρά με τον παρατηρητή του, μεταβάλλεται όταν κάποιος αρχίζει να το παρατηρεί, ενώ, προχωρώντας σε ακόμη πιο εννοιολογικά δύσβατα πεδία, ένα αντικείμενο αποκτά ύπαρξη εφόσον το παρατηρεί κάποιος κι όχι όταν δεν υπάρχει παρατηρητής…
Το συμπέρασμα που εξάγεται από όλα αυτά τα δεδομένα είναι ότι φτάνουμε σε μία κατανόηση πως ο κάθε άνθρωπος έχει το δικό του ξεχωριστό σύστημα πρόσληψης και επεξεργασίας των διαφόρων πληροφοριών που δέχεται (από τις βασικές έως τις πολύπλοκες) και κατά συνέπεια, ακόμη και ζητήματα ιδιαίτερα πνευματικά όπως αυτό της υπόστασης του Θεού, εμπίπτουν στην ίδια συμπερασματική αξιολόγηση. Συμπληρωματικά, ο Γάλλος φιλόσοφος Henri Bergson (1859-1941) κάνει αναφορά στις περίφημες “εγκεφαλικές βαλβίδες”. Πρόκειται για ένα μηχανισμό προστασίας του εγκεφάλου, ο οποίος κάθε δευτερόλεπτο δέχεται έναν καταιγισμό από περίπου 400 δισεκατομμύρια πληροφοριών, εκ των οποίων επεξεργάζεται μόνον τις 2.000 από αυτές.
Ο εγκέφαλος θέτει σε συνεχή εφαρμογή αυτές τις “βαλβίδες” που λειτουργούν ως φίλτρα, δίνοντας τελικά στον εγκέφαλό μας τόσες πληροφορίες προς επεξεργασία, ώστε να μην καταρρεύσει από τον καταιγισμό των 400 δισεκατομμυρίων πληροφοριών ανά δευτερόλεπτο που δέχεται αρχικά. Συνδυάζοντας αυτά τα δεδομένα με τη μοναδική για κάθε άνθρωπο κατασκευή του εγκεφάλου του και γενικά ολόκληρου του σώματός του, φτάνουμε να συμπεράνουμε με ασφάλεια πως ο κάθε άνθρωπος διατηρεί ένα μοναδικό σύστημα εισόδου και επεξεργασίας των διαφόρων πληροφοριών που δέχεται, συμπεριλαμβανομένων και των υπερβατικών-μυστικιστικών εμπειριών.
Αυτά τα στοιχεία μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως το μυστικιστικό μονοπάτι που ακολουθεί ο Χ άνθρωπος, είναι αδύνατο να ταυτιστεί με το μυστικιστικό μονοπάτι που ακολουθεί κάποιος άλλος άνθρωπος, ακόμη κι αν μεταξύ τους συμφωνούν πως ως σύστημα λατρείας, σχετίζονται με τον ίδιο Θεό. Αυτή η αποδοχή ενός απόλυτα όμοιου Θεού και για τους δύο υφίσταται συμβατικά και στερείται αποδείξεων γιατί είναι αδύνατο να υπάρξει απόλυτα ακριβής μεταφορά τέτοιων πληροφοριών (ως μυστικιστικές εμπειρίες) μεταξύ των ανθρώπων, κάτι που γίνεται εύκολα κατανοητό αν λάβουμε υπ’ όψιν μας το τι εστί άνθρωπος ως μονάδα και ως ατομικότητα.
Σε αυτό το θέμα, μπορούμε να δώσουμε και μία ακόμη ερευνητική παράμετρο, εκείνη του ότι ο Θεός, όσο ακατάληπτος και αν είναι, θεωρητικά παραμένει μία δεδομένη υπόσταση (εγώ ειμί ο Ων) την οποία ο κάθε άνθρωπος την ερμηνεύει και την επεξεργάζεται με τον δικό του τρόπο. Είναι σαν να έχουμε να κάνουμε με ένα ουράνιο τόξο, κοινό για όλους τους ανθρώπους, που ξεκινά από τη γη (άνθρωπος) και καταλήγει στον ουρανό (Θεός), πλην όμως ο κάθε άνθρωπος βαδίζει πάνω σε διαφορετική δέσμη χρώματος του ουράνιου τόξου…
Μία τέτοια οπτική της σχέσης Θεού και ανθρώπου μας οδηγεί σε ένα παγκοσμίως κοινό θεϊστικό μοντέλο (ένας κοινός Θεός για όλους), όμως σε όλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ήδη είναι ενεργοί αρκετοί ορισμοί-εκδοχές διαφορετικών κοσμοθεάσεων (πχ ενοθεϊσμός, παγανισμός, πολυθεϊσμός, πανθεϊσμός, πανενθεϊσμός, μονισμός, ντεϊσμός κλπ) και όλα αυτά, αν και αρχικά υπήρξαν οι βάσεις για την ανάπτυξη πολλών θρησκειών, κατανοούμε πως εξακολουθούν να είναι θεωρίες που έρχονται να καλύψουν το σοβαρό ζήτημα της “τοπολογίας” του Θεού, δηλαδή το αν ο Θεός βρίσκεται και δημιουργείται μέσα μας ή αν υπάρχει έξω από εμάς, κάτι που επιφέρει μία σημαντική διεύρυνση στο τι εστί Θεός αλλά και στο αν πράγματι έχει νόημα να απαντήσουμε στο ερώτημα του αν πιστεύουμε στον Θεό…
Σε όλα αυτά, ένα επιπλέον αξιοσημείωτο δεδομένο είναι το ότι οι υποστηρικτές των μεγάλων θρησκειών (και σε περίεργη αντίθεση με τον αποφατισμό που επίσης αποδέχονται), θεωρούν σε μεγάλο βαθμό πως έχουν ήδη λύσει το ζήτημα της ταυτότητας του Θεού κι έχουν έτοιμες και αποκρυσταλλωμένες απαντήσεις σε αυτό, καθιστώντας για τον πιστό μη αναγκαία την επιπλέον ενασχόληση με το ζήτημα. Όμως, μία εκτενής συζήτηση επί αυτού, θα αποκαλύψει πως τελικά οι περισσότεροι πιστοί δεν μπορούν να περιγράψουν σε ποιόν θεό πιστεύουν και μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις δογμάτων το λάθος έχει φτάσει τόσο βαθιά που οι πιστοί καλούνται να “μεταστοιχειώσουν” την άγνοια σε αρετή και ευκόλως δηλώνουν πως “είναι δεδομένο πως δεν μπορώ να γνωρίζω σε ποιόν θεό πιστεύω, ο θεός είναι ακατάληπτος” κλπ…
Σωστό αυτό ως διαπίστωση, υπάρχει όμως και το μετά. Τι κάνει ένας θρησκευόμενος όταν αναγνωρίσει πως τελικά η λατρεία που αποδίδει, απλώς “εκπέμπεται” χωρίς όμως να έχει οριστεί ένας σαφής παραλήπτης; Μπορεί ο πιστός να διακρίνει τη διαφορά του να λατρεύεις τον μυστικισμό που βιώνεις από το να λατρεύεις τον ίδιο τον Θεό; Μένει τελικά στην απλή αποδοχή της άγνοιάς του και τη συντηρεί ή μήπως ψάχνει τρόπους να την καταπολεμήσει και να την υπερβεί; Λυπηρή διαπίστωση είναι το ότι συνήθως συμβαίνει το πρώτο και σ’ αυτό τη μεγαλύτερη ευθύνη φέρουν οι πνευματικοί-θρησκευτικοί εκπρόσωποι και καθοδηγητές κι όχι οι πιστοί που μεγάλωσαν με μία νοοτροπία που μετατρέπει την άγνοια σε αρετή και τους αποτρέπει από ενασχολήσεις προσωπικής εμβάθυνσης και ερμηνειών.
Κι επειδή ο αποφατισμός πρέπει να είναι ένα συμπέρασμα κι όχι η λύση στο πρόβλημα, πρέπει να αναρωτηθούμε αν προτιμούμε έναν (άγνωστο) θεό εξ αποκαλύψεως και διδαχής ή έναν κατανοητό Θεό εξ ανακαλύψεως. Δύσκολο το ερώτημα και βαριά η ευθύνη της επιλογής… Κατανοούμε λοιπόν πως το τελικό αποτέλεσμα που ονομάζουμε “Θεό”, είναι μοναδικό και ξεχωριστό για τον κάθε ζηλωτή του θεϊσμού, ανεξαρτήτως προσέγγισης. Κατά συνέπεια, ερωτήσεις του τύπου “πιστεύεις στον θεό;” είναι εξ ορισμού άκυρες και άσκοπες γιατί πραγματικά δεν οδηγούνε πουθενά, εκτός ίσως από την επιβεβαίωση ενός ιδιόμορφου κοινωνικού συσχετισμού ως στατιστικό δεδομένο. Ακόμη κι αν υπάρχει μία απάντηση ως “ναι”, αυτό θα ήταν απόλυτα άχρηστο προς επεξεργασία για τους υπολοίπους γιατί π.χ. τη δική μου κοσμοθέαση είναι αδύνατο να την επικοινωνήσω με ακρίβεια και σε απόλυτο βαθμό έστω σε ένα ακόμη άτομο, άρα a priori δεν υπάρχει ουσία και νόημα σε μία τέτοια ερώτηση γιατί η απάντηση θα είναι άκρως γενικευμένη (όπως επίσης γενικευμένη είναι και η ίδια η ερώτηση…).
- Οι διαφορές στα βασικά βιολογικά μας χαρακτηριστικά και ιδίως στον εγκέφαλό μας, που για κάθε άνθρωπο προσλαμβάνει και επεξεργάζεται διαφορετικές πληροφορίες.
- Η αποτυχία ενός καθολικού θεϊστικού μοντέλου μίας θρησκείας στο να οριστεί υπό πλήρη συμβατότητα για κάθε ακόλουθό της.
- Ο αποφατισμός ως ανασταλτικός παράγοντας τελικής άποψης περί θεού σε κάθε θρησκεία.
- Η δόμηση ενός θεϊκού προτύπου ως παράγωγο μίας διαδικασίας σκέψης, διαφορετικής για κάθε άνθρωπο.
Ξεκινώντας από την προσωπική μας κοσμοθέαση, φτάνουμε να συμπεράνουμε πως σε συλλογικό επίπεδο, η ανθρωπότητα διαχωρίζει τις θεωρήσεις της περί Θεού σε 3 βασικές κατηγορίες ή “στρατόπεδα σκέψης”. Υπάρχει η κατηγορία των θεϊστών με αμέτρητες υποδιαιρέσεις κι εκδοχές, η αντιδιαμετρικά διαφορετική κατηγορία των άθεων και στη μέση υπάρχει η κατηγορία των αγνωστικιστών. Θεωρώ πως από τη στιγμή που κάποιος αναγνωρίσει μέσα του έναν Θεό οποιασδήποτε μορφής (όπως κι αν τελικά τον εννοεί), τίθεται στην κατηγορία των θεϊστών, παράλληλα όμως, το να πιστεύει κάποιος σε έναν θεό διαφορετικό από τον θεό ενός συνανθρώπου του, τον τοποθετεί μεν κι εκείνον στην κατηγορία των θεϊστών αλλά η ταύτιση σταματά εκεί γιατί μετά ξεκινά η προσωπική θεώρηση, η οποία παραμένει ξεχωριστή και μοναδική για κάθε άτομο, ακριβώς για τους λόγους που αναλύθηκαν πιο πριν.
Το κλειδί στο όλο ζήτημα δεν είναι να “καταφέρουμε” να ενταχθούμε υποχρεωτικά σε κάποιο γνωστό ή όχι θρησκευτικό κίνημα ή απλώς να δηλώσουμε π.χ. άθεοι ή ένθεοι και να κλείσουμε το θέμα εκεί αλλά να μπορέσουμε να ορίσουμε τη θέση μας και την ατομικότητά μας απέναντι σε αυτό το μείζον μεταφυσικό ζήτημα περί Θεού. Πραγματικά ένα τέτοιο εγχείρημα συνδέεται με μεγάλη δόση ευθύνης, καθώς η στάση που θα κρατήσουμε και η άποψη που θα ενστερνιστούμε θα καθορίσει σε σημαντικό βαθμό την πορεία μας τόσο σε θέματα αυτογνωσίας, όσο και στην απλή καθημερινότητά μας. Φυσικά, ένα τέτοιο ερώτημα φαίνεται πως δεν τους αφορά όλους, πλην όμως στο πως αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο μας και στο αν έχουμε ή όχι την ανάγκη να ασχοληθούμε με μείζονα μεταφυσικά ζητήματα, πολλές φορές ίσως δεν έχουμε εμείς τη μοναδική ευθύνη.
Η κοινωνία μας είναι έτσι δομημένη ώστε να δρα “ωσμωτικά” σε πολλά ζητήματα και ιδιαίτερα σε εκείνα που άπτονται της μεταφυσικής και της πνευματικής αναζήτησης. Η ιδέα, ο τρόπος ζωής και οι αποφάσεις που λαμβάνει ένας άνθρωπος στα μεταφυσικά ζητήματα δεν μένουν ανενεργά αλλά επηρεάζουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό αρχικά το άμεσο περιβάλλον του και προοπτικά ολόκληρη την κοινωνία όπως άλλωστε έχει δείξει και η μελέτη της κυματικής. Επομένως, ερχόμενοι αντιμέτωποι με ένα τέτοιο ερώτημα περί Θεού, έχουμε τρεις διαθέσιμες λύσεις ή δρόμους που μπορούμε να ακολουθήσουμε. Ο ένας δρόμος είναι αυτός της έρευνας, της ειλικρινούς ενδοσκόπησης και της κατά το δυνατόν ενδελεχούς ενασχόλησης με το ζήτημα. Ο άλλος τρόπος, είναι αντιδιαμετρικά διαφορετικός και συνοψίζεται στη φράση “δεν με ενδιαφέρει, δεν έχω την ανάγκη να ασχοληθώ” και ο τρίτος δρόμος (που είναι και ο πιο επισφαλής), είναι εκείνος της απάθειας και της μη ενασχόλησης με το ζήτημα κυρίως λόγω αδιαφορίας και πνευματικής οκνηρίας, κάτι που δεν αποτελεί ούτε στάση ζωής, ούτε θέση περί Θεού. Κάθε δρόμος σεβαστός αλλά πρώτα απ’ όλα πρέπει να αποφασίσουμε αν μία τέτοια μελέτη μας είναι όντως άχρηστη ή χρήσιμη.
Σε αυτό το σημείο, κρίνω σημαντική τη θέση και τον ρόλο που έχουν αναλάβει οι θρησκείες γενικότερα, οι οποίες στη συντριπτική τους πλειοψηφία παρουσιάζουν ένα “κλειστό” σύστημα μαθητείας, όπου ο πιστός εισέρχεται συνήθως σε πολύ μικρή ηλικία και παραμένει σε αυτό το κλειστό σύστημα μέχρι το τέλος της ζωής του. Οι οργανωμένες θρησκείες θεωρώ πως πρέπει να αποτελούν εισαγωγικά σχολεία μαθητείας, ρόλος τους πρέπει να είναι όχι το να “αποστηθίζει” ο πιστός ένα σύστημα λατρείας αλλά το να μαθαίνουν στους πιστούς να σκέφτονται από μόνοι τους και μάλιστα να το εφαρμόζουν όχι μόνον σε υπερβατικά αλλά και σε αμιγώς κοινωνικά-βιοποριστικά ζητήματα. Οι θρησκείες μπορούν να έχουν μεγάλη επιρροή στους ανθρώπους και αυτό πρέπει να εκτιμηθεί ως θετικό στοιχείο αν κι εφόσον το αποτέλεσμα στον πιστό και την κοινωνία είναι πράγματι θετικό.
Επομένως οι θρησκείες έχουν τα “τεχνικά” εφόδια για να μετατραπούν σε σχολές μαθητείας, έχουν τα εφόδια να μάθουν στους πιστούς το πώς να σκέφτονται και να ακολουθούν ένα συγκεκριμένο δρόμο κατ’ επιλογή κι όχι κατ’ επιβολή. Θα πρέπει αρχικά να μεταδώσουν στους πιστούς την ανάγκη προς την ενασχόληση με τα μεταφυσικά ζητήματα και στη συνέχεια να τους δώσουν την ώθηση ώστε να παίρνουν μόνοι τους κάποιες σοβαρές αποφάσεις, όπως το αν θα παραμείνουν στη θρησκεία απ’ όπου ξεκίνησαν επειδή τους καλύπτει το σύστημά της, ή αν θα αλλάξουν πορεία, επιλέγοντας ένα άλλο θρησκευτικό σύστημα ή ακόμα κι έναν προσωπικό δρόμο. Πραγματικά δεν έχει νόημα να λατρέψουμε έναν οποιονδήποτε θεό αν πρώτα δεν νοιώσουμε πως μας καλύπτει απόλυτα ως σκοπός στην όποια θρησκευτικότητα επιλέγουμε.
Πέραν των επαφών μας με τις θρησκείες, η ίδια η οικογένεια και η αγωγή των γονέων είναι εκείνη που θα “εμφυσήσει” στα παιδιά την ανάγκη (ή μη) για ενασχόληση με ένα τέτοιο ζήτημα και μάλιστα όχι κατευθυνόμενα σύμφωνα με τις απόψεις των γονέων αλλά ωθώντας το παιδί στην προσωπική μελέτη κι έρευνα των μεταφυσικών ζητημάτων, “προικίζοντάς” το παράλληλα με την προσωπική ευθύνη που έρχεται ως υποχρεωτικό παρελκόμενο των προσωπικών επιλογών. Ας μην ξεχνάμε πως τα μικρά παιδιά, σε πολλά θέματα εμφανίζουν έναν λογικό μιμητισμό σε σχέση με τις συμπεριφορές των γονιών τους και ειδικά στα ζητήματα θρησκείας, δεν θα ήταν υπερβολή να διαπιστώσουμε πως η στάση των παιδιών ομοιάζει με εκείνη των ακολούθων των cargo cults (θρησκείες φορτίου).
Επομένως κατανοούμε την ευθύνη που επωμίζονται οι γονείς όταν ακούσια ή εκούσια κατευθύνουν τα παιδιά τους σε δικές τους “επιλογές” με μοναδικό επιχείρημα (αν και έωλο) το ότι τα παιδιά δεν είναι ικανά να σχηματίσουν δική τους γνώμη για τέτοια ζητήματα. Σε αυτό, βασική προϋπόθεση είναι το να μη στερείται στο παιδί την ίδια την προϋπόθεση της προσωπικής επιλογής, καθώς είναι αδύνατο, είτε είμαστε ενήλικες, είτε όχι, να σχηματίσουμε για κάτι προσωπική γνώμη αν πρώτα δεν έχουμε ως μέτρο σύγκρισης μία εναλλακτική οδό πέραν της δεδομένης και ίσως “παραδοσιακής” οδού… Ως άνθρωποι παρουσιάζουμε εξαιρετική απροθυμία στο να αναλαμβάνουμε ευθύνες, στο να αποφασίζουμε από μόνοι μας το τι και πως θα σκεφτόμαστε και πως θα δρούμε, ιδιαίτερα σε ζητήματα μεταφυσικής, σε ζητήματα που ξεπερνάνε την απλή καθημερινότητα και μας φέρνουν σε επαφή με την πηγή προέλευσής μας που τελικά είναι κοινή για όλους τους ανθρώπους…
Σίγουρα ένα τέτοιο θέμα δεν μπορεί να καλυφθεί και να εξαντληθεί μέσα από ένα άρθρο, πόσο μάλλον όταν έχει αναλυθεί μόνον η αρχή του που είναι η αναγκαστική προσωπική προσέγγιση σε αυτό το θέμα. Τέτοια άρθρα έχουν ρόλο κυρίως προπαρασκευαστικό και απευθύνονται στα πρώιμα στάδια της σκέψης μας. Δεν προτείνουν (άλλη μία) δανεική θέση περί Θεού αλλά προτείνουν μία παραγωγική στάση ζωής που με επίκεντρο τον άνθρωπο και την αξία της ατομικότητας, οδηγεί σε μία απάντηση κομμένη και ραμμένη ακριβώς στα προσωπικά δεδομένα του καθενός μας. Η γνώμη μου είναι πως τελικά το να δώσουμε μια συνολική και αποκρυσταλλωμένη απάντηση στο τι είναι τελικά ο Θεός, αποτελεί μακροχρόνια και (δια)νοητικά επίπονη διαδικασία, ίσως ακόμα και δίχως οριστική απάντηση μέχρι το τέλος της ζωής μας! Θα έλεγα μάλιστα πως για τους “hard-core” του είδους, μία τέτοια ενασχόληση αποτελεί ένα πραγματικό raison d’etre…
Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί ουσιαστικά πρόκειται για ένα ιδιαίτερα δύσκολο νοητικό κι εμπειρικό ταξίδι, του οποίου η “Ιθάκη” μεταβάλλεται καθημερινά, καθώς η ουσία και υπόστασή της ρυθμίζεται και μεταβάλλεται από τον βαθμό της γνώσης και της κατανόησής μας σε αυτά τα ζητήματα. Όπως και να έχουν όμως τα πράγματα, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε απέναντι στον εαυτό μας πως ο δρόμος που θα ακολουθήσουμε στην αναζήτηση της ταυτότητας του Θεού και της επαφής μας μαζί του (ίσως η καλύτερη “Ιθάκη” που μπορεί να ψάχνουμε ), αποτελεί μία καθαρά προσωπική υπόθεση και ως τέτοια πρέπει να την περιβάλλουμε με τη δέουσα σοβαρότητα κι ευθύνη, καθώς μας επηρεάζει πλειοτροπικά σε διάφορες πτυχές της ζωής μας, από την απλή καθημερινότητά, μέχρι τα πιο μύχια της ύπαρξής μας.
Ίσως σε μερικούς αναγνώστες να προκαλεί έκπληξη το ότι αποφάσισα να αφιερώσω χρόνο και σκέψη σε ένα αρκετά εκτενές άρθρο που ουσιαστικά δεν δίνει απάντηση στο τι εστί Θεός αλλά επιχειρεί να μας θυμίσει πως σε τέτοια ζητήματα, η αφετηρία και η ειδοποιός διαφορά σε σχέση με άλλες ενασχολήσεις θα πρέπει να είναι η προσωπική και εξατομικευμένη προσέγγιση. Ασχολήθηκα με την ανάλυση των απαρχών, με την αφετηρία της σκέψης του τι εστί Θεός και θέτω ως επίκεντρο την ατομικότητά μας. Θεωρώ ότι εδώ της οφείλουμε τη δέουσα σημασία γιατί σε μερικά ζητήματα όπως τα μεταφυσικά, το να κινούμαστε με κύριο άξονα το τι εκφράζει προσωπικά και μόνον εμάς, είναι κυριολεκτικά μονόδρομος.
Επομένως, συλλέξτε πληροφορίες από παντού, ενημερωθείτε όσο καλύτερα μπορείτε, συγκρίνετε θέσεις και απόψεις, δοκιμάστε δρόμους, ακόμη κι αν η τελική σας επιλογή είναι το σημείο αφετηρίας σας, δώστε στην έρευνά σας κάθε πιθανή εκδοχή περί ύπαρξης ή ανυπαρξίας του θεού, χωρίς να θεωρείτε προκαθορισμένο το αποτέλεσμα γιατί οτιδήποτε ξεκινά με βεβαιότητα, καταλήγει σε αμφιβολία. Όσο είναι εφικτό, δημιουργείστε τη δική σας κοσμοθέαση, ένα σύνολο ιδεών και απόψεων που σας καλύπτουν και σας εκφράζουν απόλυτα, ακόμη κι αν αυτό που θα επιλέξετε τελικά ταυτίζεται με εκείνο μίας γνωστής θρησκείας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος και τέλος, ερευνήστε όλες τις γραφές αλλά πρώτα απ’ όλα ξεκινήστε μόνοι σας και ερευνήστε τον εαυτό σας…
Βιβλιογραφία και παραπομπές:
- How god changes your brain (Andrew Newberg M.D. & M.R. Waldman, Ballantine Books, 2009)
- The science of spirituality (Lee Bladon, EsotericScience, 2007)
- Born to believe (Andrew Newberg M.D. & M.R. Waldman, Free Press books, 2007)
- The mystical mind (Eugene d’Aquili & Andrew Newberg, Fortress Press, 1999)
- What the bleep do we know (video documentary, Captured Light Industries, 2004)
- The quantum apocalypse (video documentary, 2008)
- Δρόμοι της γνώσης (Συλλογικό, εκδόσεις Αρχέτυπο, 2001)
- Οι πύλες της αντίληψης (Aldous Huxley, εκδόσεις Κάκτος, 1981)
- Conversations on the edge of the apocalypse (David J. Brown, Palgrave books, 2005)
- Francis Bacon, essays
Πηγή: metafysiko.gr